Όταν έχεις τόσο καιρό να γράψεις αναπόφευκτα πιστεύεις οτι έχεις να πεις πολλά. Στην πραγματικότητα η θεωρία ξεπερνάει το τι πραγματικά συνέβη όλο αυτό το διάστημα. Είχα πει οτι το επόμενό μου ποστ θα είναι στο καινούριο μας σπίτι και περίμενα στωικά μέχρι τη μέρα που θα είναι όλα τακτοποιημένα, η μικρή θα κοιμάται στο δωμάτιο κι εγώ θα καθίσω να γράψω. Τα κατα παραγγελία είναι που τα φοβάμαι και στο περίπου έτσι έχουν γίνει όπως τα είχα σκεφτεί με μικρές παρεκκλίσεις. Να ας πούμε, περίμενα οτι θα είχα γράψει πολύ νωρίτερα αλλά τελικά είμαστε ήδη τρεις εβδομάδες στο νέο μας σπίτι και απέχουμε μια κούτα απο το να πούμε οτι τελειώσαμε και κάπως έχουμε τακτοποιηθεί και ας είναι το μέτρημα με κούτες που θα μας κάνει ελαφρύτερους.
Η ζωή λοιπόν έτρεξε με τρομερούς ρυθμούς για όλους μας, αλλά περισσότερο για τη Χριστίνα. Δεν είναι λίγο για έναν τόσο μικρό άνθρωπο να μετακομίσει σε καινούρια πόλη, να φύγει μακριά απο τη γιαγιά και τον παππού, να ξεκινήσει σχολείο και να αρχίσει να δουλεύει η μαμά. Και για τη μαμά δεν είναι λίγο που δεν είναι τόσο προσαρμοστικό ον όσο τα παιδιά όπως λένε, γιατί έχουν βραχεία μνήμη λένε και οτι επιδεικνύουν περισσότερο κουλνες στις αλλαγές απο οτι οι ενήλικες. Για τη Χριστίνα όλα κύλησαν ρολόι, ανέλπιστα ρολόι. Θα μπορούσα να ξοδέψω άπειρες λέξεις στο πόσο περήφανη με έχει κάνει και στο πόσο με έχει συγκινήσει αλλά δεν θα το κάνω γιατί δεν ενδιαφέρει κανέναν. Ούτε και υπάρχει συνταγή, ούτε και το περίμενα, ούτε και ξέρω γιατί έγιναν τόσο ομαλά όλα για εκείνην, ίσως το είχε προετοιμάσει τόσο μέσα της, ίσως η χαρά που ένιωσε που ξαναγίναμε οικογένεια μετά απο έναν χρόνο ήταν ανείπωτη και σαν οδοστρωτήρας έκανε λιώμα όλα τα εμπόδια. Ίσως έπαιξα ρόλο κι εγώ που ήμουν χαλαρή όταν την άφηνα στο προνήπιο για πρώτη φορά, λίγο σαν σε όνειρο, αλλά σαν μια αόρατη δύναμη να με έσπρωχνε να μπω σε αυτό το ποτάμι που ήξερα οτι ούτε γυρισμό έχει, ούτε κομπιάσματα θέλει. Και πήγε σχολείο τόσο αβίαστα και κανονικά που δεν μπορώ παρα μόνο να νιώσω ένα μικρό δέος στη δύναμη της θέλησης.
Η νέα καθημερινότητα δεν έχει ΚΑΜΙΑ σχέση με την πριν απο 2 μήνες. Είναι κάτι εντελώς μα εντελώς άλλο. Κοιμάμαι υπερβολικά νωρίτερα, ξυπνάω εξοργιστικά νωρίτερα, λείπω απο το σπίτι ώρες, παίζουμε ελάχιστα, δεν έχουμε κάνει καμία χειροτεχνία, τα ποστ απο crafts και diy περνάνε απο το ταιμλάιν μου σαν αερικά μιας άλλης εποχής και φεύγουν, σκορπίζονται και περιμένω τη στιγμή που θα μπούμε στους ρυθμούς μας λένε, λένε πολλά γενικά, άνθρωποι άλλοι μας καθορίζουν, καταστάσεις άλλες ρυθμίζουν τό πότε θα την σφίξω στην αγκαλιά μου, το μουτράκι της μου λείπει σε βαθμούς νοσταλγίας μέχρι που είμαι σίγουρη οτι το απόγευμα που την βλέπω έχει αλλάξει απο το πρωί και μάλλον φταίει η μυρωδιά απο το νηπιαγωγείο που έχουν όλα τα ρούχα της και η ίδια, με τα μαλλιά της να πετάνε, τα κοκαλάκια να έχουν φύγει, να έχει αλλάξει ρούχα, να έχει φάει μακριά μου μεσημεριανό, να έχει αρχίσει να βραδιάζει και να πρέπει να την βάλω για ύπνο, φακ δεν το ζω, έχω βάλει αυτόματο και πάω και αν σκεφτώ πόσο μου λείπει ο,τι ζήσαμε δεν θα τη βγάλω καθαρή και όχι δεν είναι το κανονικό αυτό.
Δεν είναι. Αλλά κι όμως είναι. Κι όμως το ζουν τόσοι άνθρωποι, κι όμως το ζω κι εγώ και τρέχω στη Μεσογείων μήπως και προλάβω να την δω πέντε λεπτά περισσότερα και τρέχω προς το ηλιοβασίλεμα που άρχισε να μας προλαβαίνει γιατί «μαμά χθες που ήρθες δεν είχε νυχτώσει» και για όσους ζουν στο πετσί τους τέτοιους ρυθμούς οικογενειακής ρουτίνας χρόνια πολλά, ήξερα τι με περιμένει, αλλά όχι δεν το θεωρώ κανονικότητα, ούτε θα το συνηθίσω, αλλά το να είμαστε οι τρείς μας, και να περνάμε στιγμές μαζί και να δενόμαστε και πάλι, να είναι η Χριστίνα ανάμεσά μας στο κρεβάτι, να τρώμε όλοι μαζί, να ψωνίζουμε μαζί, να βολτάρουμε μαζί, να την βάζουμε για ύπνο μαζί, αυτό δεν ξεπληρώνεται και δεν γεμίζεται με άλλους τρόπους. Αξίζει θυσίες και αυτές περισσεύουν τα τελευταία χρόνια. Και για όσους αυτά είναι αυτονόητα για εμάς είναι γεύσεις που είχαμε ξεχάσει και ξαναγνωριζόμαστε.