Ετικέτες

Του γαμπρού του στένεψε το κουστούμι δυο εβδομάδες πριν τον γάμο. Κακό σημάδι βιάστηκαν οι κακές γλώσσες να κουτσομπολέψουν μεταξύ καφέ και τσιγάρου. Στο μεταξύ η ψυχραιμία της νύφης ήταν εξαιρετικά ύποπτη. Γιατί δεν αγχώνεται; Γιατί δεν τη νοιάζει; Γιατί δεν την περνάει απανωτές κρίσεις πανικού για το αν ο στολισμός της εκκλησίας θα είναι έτοιμος δύο ώρες πριν ή αν οι φωτογραφίες του γάμου θα έχουν το ατσαλάκωτου της φίλης της Λέλας; Ποιος είναι εκείνος που έχει περισσότερη αγωνία για αυτόν τον γάμο;
Η νύφη είναι ελεύθερη, έχει αποτινάξει από πάνω της την αύρα του παραμυθένιου γάμου. Η νύφη είναι ελεύθερη, διάλεξε το νυφικό της μέσα σε μια βόλτα στην Τσιμισκή και ξέρει πως θα φτιάξει τα μαλλιά της, ίσωμα πριν την εκκλησία, βάψιμο μια εβδομάδα πριν. Είναι απλό, το μόνο που την ενδιαφέρει είναι ποιος θα κρατάει το μωρό την ώρα του γάμου, γιατί πρέπει κάποιος να το κρατήσει απασχολημένο, ευχαριστημένο και με αλλαγμένη πάνα μέχρι να το βουτήξουν στην κολυμπήθρα ενώ η μαμά θα σέρνει το νυφικό της μες την εκκλησία ιδρώνοντας και ο μπαμπάς θα προσπαθεί να χαμογελάσει νιώθοντας άβολα μέσα στο στενό κουστούμι. Η νύφη είναι ελεύθερη γιατί το έχει ξαναζήσει. Γιατί τα περσινά ξινά σταφύλια, είναι ακόμα πιο ξινά όταν αυτό που την νοιάζει πιο πολύ είναι τα δόντια που βγάζει ο γιός της. Είναι ελεύθερη γιατί αυτός είναι ο δεύτερος γάμος της και έχει καλέσει μόνο φίλους της, για να γελάσουν και να μην ακούσει αιχμηρά σχόλια από μακρινούς συγγενείς, ούτε στραβοκοιτάγματα από θειές που έχει να δει από τον προηγούμενο πολυπληθή γάμο. Θέλει μόνο να τελειώνει, να κάνει το χατίρι της μεριάς του γαμπρού. Ανάμεσα στο συρσίματα του νυφικού της και τα ρύζια δεν θέλει να υπάρχει η υπόνοια της «ευχής» «και του χρόνου» από τη βιτριολική γειτόνισσα και τον καλαμπουρτζή ξάδερφο. Ούτε τα αναστενάγματα «άντε να στεριώσει τούτη τη φορά, τους έχει τρελάνει τους ανθρώπους», όπου ανθρΩποι οι γονείς, που είναι πιο κούλ κι απ’ τη νύφη και στάθηκαν δίπλα της σε κάθε δάκρυ και χωρισμό.
Θα παντρευτεί αυτόν που αγάπησε και της χάρισε το πρώτο της παιδί, που φτιάξανε σπιτικό στην μικρή επαρχιακή πόλη, που δεν λύγιζε, που είναι άξια μάνα, που παίρνει το μωρό στο γραφείο μέχρι να στρώσουν τα πράγματα, που φτιάχνει ζυμάρι για πίτσα για πλάκα, που το βλέμμα της δεν αφήνει περιθώρια για κουμάντο, που απατήθηκε, που μετακόμισε σε ένα βράδυ, που τελικά μετά από τόσα χρόνια βρίσκω σε άλλη φάση της ζωής της, ασυνήθιστη και πιο ώριμη. Μπορεί αυτή τη φορά να μην θέλει να κρατήσει τις αναμνήσεις όπως οι νιόπαντροι κρατούν στα μπαλκόνια δεμένες τις κορδέλες και τα τούλια για μέρες μετά, μέχρι τα τούλια να μαυρίσουν σκόνη και να ανεμίζουν άχαρα σε άχαρα μπαλκόνια, να μην ξεχάσουν τόσο γρήγορα τη μέρα εκείνη. Τη μέρα που τελικά κουράστηκαν αφόρητα, δεν θυμούνται πολλά, ένα φιάσκο λένε, υπερτιμημένο χαζοχαρούμενο τυποποιημένο πανηγυράκι για όλους τους άλλους πλην των νεόνυμφων και που αν ήταν στο χέρι των περισσότερων θα κρατούσαν μόνο την τελετή με λίγους φίλους κοντά σε ένα μπιτς μπάρ για το μετά. Τα πέρασε, τα απομυθοποίησε, καμιά ευχή δεν έπιασε, όταν ο μπέμπης βουτήξει θα κλάψει, θέλω να βγω μια φωτογραφία μαζί του πριν την εκκλησία, δεν με νοιάζει για εμάς, το παιδί να μην ταλαιπωρηθεί, το βράδυ θα έχουμε το γλέντι, θα έχει κοιμηθεί;