Ετικέτες

-Έλα μαμά θα τα πεις εσύ ή θα τα πω εγώ;

-Δε τα λες εσύ καλύτερα που είσαι και η ‘αυτουργός’..

-Βαριέσαι;

-Όχι, απλά έχω διαβάσει τρία παραμύθια και έχω πει πέντε ιστορίες από το μυαλό μου, όλες αυτοσχέδιες. Μάλλιασε όπως και να το κάνουμε…

-Καλά, θα τα πω  εγώ αλλά μετά θα πάω για ύπνο, νύσταξα.

-Το καλύτερο δεν μου έλεγες τόση ώρα, άντε ξεκίνα…

Γενικά δεν μου αρέσει να είμαι χωρίς τη μαμά μου. Δηλαδή άμα μου πει φεύγω, τρέχω για να της δώσω ένα φιλί ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ και εκείνη πρέπει να κάνει το ίδιο ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ. Ritual. Μετά δε με νοιάζει, αλλά να μη φύγει στα μουλωχτά. Αυτό ευτυχώς δεν το έκανε ποτέ ως τώρα. Τουλάχιστον έτσι ξέρω..

Μερικές φορές με πιάνει αμόκ αγκαλιάς. Το αμοκ αγκαλιάς είναι όταν θέλω αγκαλιά ΣΥΝΕΧΕΙΑ ή ΕΔΩ-ΚΑΙ-ΤΩΡΑ. Αγκαλιά για να πάω από το μπάνιο στο κρεβάτι, από το κρεβάτι στην κουζίνα, από το αυτοκίνητο στο σπίτι, από τη σκάλα του σπιτιού στο αυτοκίνητο και πάει λέγοντας. Όλα κι όλα όμως. Άλλο αγκαλιά μεταφοράς-μετακόμισης, άλλο αγκαλιά-πέφτω στο κρεβάτι-γινόμαστε-σακάτηδες-πολτοποίηση-ρουφηχτά-φιλιά-μαλλιοτραβήγματα-καταλήξη-με-μόλοπες-ζουρλα, άλλο αγκαλιά φωλιά-φοβάμαι-πάρε-με-ΤΩΡΑ, και άλλο αγκαλιά ρομαντζάδα-βλέπουμε-έξω-από-το-παράθυρο-χαιδευόμαστε-τραγουδάμε-ψιθυριστά-γλυκολογα-σάλια-τεντυμπεαρ.

Εμένα πάντως μου αρέσουν όλες αυτές οι αγκαλιές. Έχω πάει τριών και δεν έχω πάρει απόφαση να διώξω τη μάνα μου και να της πω «άσε με τώρα δε θέλω, με κάτσιασες», παίζει και να είναι νορμάλ αυτό αλλά η μαμά μου λέει ότι έχω μεγαλώσει τόσο πολύ πιά,  που δεν γίνεται να με παίρνει για όλες τις εκδοχές που εγώ ζητάω αγκαλιά, ακόμα και όταν είναι με κατεβασμένο παντελόνι πιτζάμας και ψάχνει τα ρούχα της, ακόμα και όταν βάζει την πρώτη βουκιά φαί στο στόμα, ακόμα και όταν είναι σε μια σκάλα τέρμα ταβάνι και τακτοποιεί την ντουλάπα, ακόμα και στην τουαλέτα! Μεταξύ μας, έχω ψηλώσει και τρώει γονατιά ξεγυρισμένη και απ τσακι Ντάνιελ-σαν στάνταρ δυο τρεις τη μέρα και καταντήσαμε να παρηγορώ εγώ-μωρό-παιδί-κι-ας-φαίνεται-μεγάλη τη μανούλα, την ίδια.

Εγώ γενικά μέχρι τα δυο έδειχνα σημάδια ιδιαίτερα ανεξάρτητου παιδιού. Φαντάζομαι ότι λίγο πολύ είχα όλα τα δείγματα ανεξαρτητοποίησης που έχουν οι συνομήλικοι μου. Βοηθούσα στις δουλειές, ντυνόμουν μόνη μου-βγάλε-βάλε-μπλούζα-παντελόνι-κάλτσα, έκοψα νωρίς την πάνα και έβαζα μόνη μου την καρέκλα για να φτάσω να κατουρήσω ακόμα και όταν οι άλλοι δεν είχαν ξυπνήσει ακόμα, έτρωγα μόνη μου σχετικά νωρίς και γενικότερα ζητούσα να τα κάνω όλα μόνη μου. Αφού μπορούσα, έλεγα. Όμως η μαμά ήταν πάντα εκεί, βρέξει χιονίσει, πρωί μεσημέρι βράδυ. Αυτό μερικές φορές παρουσιάζει προβλήματα. Οπότε τι έκανα η καλή σου. Βολεύτηκα κάποια στιγμή. Ε, αφού η μαμά είναι εδώ γιατί να πάει χαράμι, σκέφτηκα. Εκείνη πάλι ήθελε διακαώς να γίνω πολύ ανεξάρτητο παιδί από μικρή. Μου μάθαινε ό,τι μπορούσε για να το πετύχουμε αυτό μαζί. Έλεγε ότι αφού μπορώ να το κάνω μόνη μου, θα το κάνω εγώ.  Ήρθαν όμως κάποιες συγκυρίες στη ζωή μας, όλης της οικογένειας, αμαρτία δεν παίρνω και εγώ εξακολουθούσα να μαθαίνω πράγματα αλλά τα εφάρμοζα μόνο όπου με βόλευε, όταν είχα κέφια και όταν γούσταρα πραγματικά. Άλλο είναι να σου λένε φάε μόνη σου τα φασολάκια και άλλο να σου δίνουν ένα παγωτό σε κυπελάκι μπροστά σου, γλιστράει καλύτερα το κουτάλι στο χέρι και ανοίγει ευκολότερα το στόμα.

Δεν έχω καλύτερο από τη μάνα μου και αν μπορούσα θα έκλεινα τη μυρωδιά τη σε μπουκάλι και θα την φορούσα συνέχεια πάνω μου. Άμα με γνωρίσεις θα καταλάβεις ότι κάτι έγινε στραβά στη διαδρομή και δεν κύλησε η μηχανή όπως ήταν οι προδιαγραφές της. Όλα μου τα άλλα όμως το αναγνωρίζω, πηγαίνουν σύμφωνα με το manual. Ο χαρακτήρας μου θα με έκανε φουλ ανεξάρτητη, αλλά είπαμε οι συγκυρίες με πήγαν κάπως πίσω. Μπορώ όμως να επανορθώσω. Το πιστεύω. Και ακούστε γιατί.

Απόψε οι μυρωδιές της ταβέρνα στο διπλανό τετράγωνο μας έσπασαν τη μύτη. Είπε η μαμά «δεν πας Χριστίνα να φέρεις κανέναν σουτζουκάκι να φάμε;»

Είπα κι εγώ εντελώς αυθόρμητα «ναι». Έβαλα το λαχανί φωσφοριζέ αντιανεμικό μου και ζήτησα από τη μαμά να μου ανοίξει την πόρτα της αυλής. Εκείνη γούρλωσε τα μάτια αλλά συμφώνησε. Βγήκα έξω. Πίσσα σκοτάδι, μια λάμπα σιγοέκαιγε στην άκρη του απέναντι πεζοδρομίου, ούτε ψυχή στη γειτονιά , που πήγαν όλα τα σκυλιά που λυσσομανάνε κάθε μέρα, γείτονες, κανείς;

Η μαμά συνέχισε να κοιτάζει το αλαφροΐσκιωτο παιδί της. «Μαμά φιλί!» της είπα, αλληλοφιληθήκαμε και κίνησα για τη δουλειά μου. Λεφτά έχεις; με ρώτησε η μανούλα και τότε θυμήθηκα ότι έφευγα χωρίς μια στην τσέπη. Μου έδωσε κάτι κέρματα και έφυγα. Δυο τρεις συμβουλές ‘πέταξα’ περπατώντας στη μαμά για τον παππού μου που μένει δίπλα μας, να τον προσέχει μην κάνει καμιά ζαβολιά όσο θα λείπω και ότι θα γυρίσω σύντομα, μαζί με κάτι άλλα δικά μου, σκέψεις, ενθουσιώδεις ανακοινώσεις, ό,τι έβρισκα γιατί όταν χαίρομαι πολύ με πιάνει πολυλογία ακατάσχετη. Δεν είχα φτάσει καλά καλά μέχρι εκεί που τελειώνει η αυλή , τσουπ η μάνα μου από πίσω. Καλά δεν είπαμε μόνη μου θα φύγω; Που πας μαμά; Ε, να εδώ να βλέπω. Α καλά θέλεις να με βλέπεις, εντάξει. Εγω μπροστά εκείνη πίσω. Δεν κόμπιασα ούτε για μια φορα, δεν δίστασα καθόλου, ήμουν ταγμένη. Στο δρόμο για τα σουτζουκάκια. Περπατήσαμε μέχρι το διπλανό τετράγωνο. Η μαμά μου είπε να κοιτάξω αριστερά και δεξιά το δρόμο πριν τον περάσω αλλά για σιγουριά με έπιασε από το χέρι. Φτάσαμε. Δίπλα ακριβώς από την ταβέρνα, υπάρχει ψιλικατζίδικο. Προτίμησα να μπω εκεί πρώτα «έλα μαμά εδώ πάμε» την παρότρυνα. Μπήκαμε. Με ρώτησε τι κάνουμε εκεί και τι θέλω να αγοράσω. Διάλεξα μια kissστα γρήγορα πριν θολώσει το ήδη σαστισμένο μυαλό της και μου απαγορεύσει ακόμα και τις εισπνοές τσίχλας, πήγα στην κυρία, έβγαλα από το φερμουαράκι μου τα λεφτά, δυο ευρώ μου έδωσε η μάνα μου είπα κάτι ξέρει, πήρα τα εννοείται-ρέστα μου από την kiss, ευχαρίστησα και εξήλθα κυρία, περήφανη για τη συναλλαγή. Πιο περήφανη η μάνα μου βέβαια, όλα για τη μανούλα! Η συνέχεια είχε και σουτζουκάκια και 3 φορές τη διαδρομή ξανά και ξανά γιατί αρέστηκα και δεν ήθελα να συμμαζευτώ μωρό-παιδί-θα-χάσω-τον-ύπνο-μου. Ένα τρελό άφτερ πάρτι μέχρι τις 11.30 με πατάτα τηγανιτή, 1 ευρώ στην τσέπη, κέφια ατελείωτα που η μανούλα ήταν τόσο περήφανη για την σουρτούκα* κόρη και τέλος απαίτηση να βγούμε έξω ΤΩΡΑ για ποτό όλοι μαζί και ότι θα εγώ θα έπινα χυμό βύσσινο να είναι ήσυχοι.

-Τώρα πάω για ύπνο μαμά, αρκετά με ξενύχτησες, α και κάτι τελευταίο, είπαμε ότι την επόμενη φορά που θα βγω, δεν θα με πάρεις από πίσω σαν ασφαλίτης. Οκ?

-Tώρα που πιάσαμε παλιές ιστορίες όμως, περιμένω την ανάρτηση για το θέματάκι που είχες με τους ξένους και πως το ξεπέρασες τώρα πια μεγάλη κοπέλα-βγηκες-για-σουτζουκάκια.

-Εντάξει, κοιμήσου τώρα μαμά, αν μπορέσεις, γιατί σουτζουκάκια είναι αυτά.